- φαταλιστής
- ο, θηλ. φαταλίστρια, Νοπαδός τού φαταλισμού, μοιρολάτρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fataliste (βλ. λ. φαταλισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαταλιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του φαταλισμού (βλ. λ.), ο μοιροκράτης, ο μοιρολάτρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)